- Διόπεμπτος
- Δῐό-πεμπτος, ον,A sent from Zeus,
ὄνειροι Eust.48.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνειροι Eust.48.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διόπεμπτος — διόπεμπτος, ον (Μ) σταλμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + πεμπτός < πέμπω] … Dictionary of Greek
Διοπέμπτου — Διόπεμπτος sent from Zeus masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διοπέμπτους — Διόπεμπτος sent from Zeus masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek